-
1 κομιζω
(эп. aor. ἐκόμισσα и дор. ἐκόμιξα, эп. inf. κομιζέμεν; med.: fut. κομιοῦμαι - ион. κομιεῦμαι, aor. ἐκομισάμην - эп. ἐκομισσάμην и κομισσάμην)1) заботиться, окружать вниманием(τὸν γηράσκοντα Hom.)
2) воспитывать, выращивать, лелеять(τινὰ κ. καὴ ἀτιταλλέμεναι Hom.)
3) выкармливать, вскармливать(τυρῷ καὴ μέλιτι καὴ οἴνῳ, sc. τινά Hom.)
4) med. радушно принимать у себя(τινὰ ᾧ ἐνὴ οἴκῳ Hom.)
5) заботиться, исполнять, делать(τὰ ἑαυτοῦ ἔργα Hom.; med. ἔργα Δημήτερος Hes.)
κτήματα κ. Hom. — управлять хозяйством6) спасать(τινὰ θανάτου Pind.)
κόμισαί με Hom. — спаси меня7) спасать от забвения, увековечивать(τὰ καλὰ ἔργα Pind.)
8) уносить(χρυσόν, νεκρόν Hom.)
ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι Hom. — унести в своем теле копье, т.е. получить рану от копья;ἔξω κ. ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα погов. Aesch. — вытащить ногу из гибельного болота, т.е. избежать опасности;κ. χλαῖναν Hom. — поднять (брошенную) одежду;πέμψαι κ. τι Hom. — отослать что-л.9) уводить(δόμων ἔσω τινά Aesch.)
10) увозить(τινὰ ἐν ἁμάξῃ, τὸ ἄγαλμα ἐπὴ Δήλιον Her.)
11) угонять(ἵππους Hom.; ποίμνας ἐς δόμους Soph.)
12) med. отправляться(πεζῇ Her.; διὰ θαλάττης Plut.)
13) приносить(ἀλάβαστρον μύρου NT.)
14) привозить, доставлять(ἐξ ἄλλης πόλεως τι, med. τὸ ξενικὸν νόμισμα Plat.)
κομισθεὴς οἴκαδε μέλλων θάπτεσθαι Plat. — доставленный на родину для погребения15) приводить(τὰς ναῦς Thuc.)
16) med.-pass. возвращаться(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; εἰς τέν ἀγοράν Polyb.)
17) вводить(τέν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isocr.)
18) выставлять, выдвигать, провозглашать(δόξαν τινά Arst.)
19) внушать(θράσος τινί Aesch.)
20) med. добывать себе, получать, приобретать(χρήματα ναυτικά Lys.; σώφρονα χάριν Thuc.; ἔπαινον Soph.; δόξαν ἐσθλήν Eur.; τέν ἀξίαν παρὰ θεῶν Plat.; τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον NT.)
τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Arph. — он не получит и триобола21) med. взимать, взыскивать(τὸν ἔρανον Arst.; τόκον παρά τινος Dem.)
22) med. брать или получать обратно(τέν βασιλείαν Arph.; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc.)
-
2 διακονεω
ион. διηκονέω1) состоять на службе, служить(δεσπότῃ Dem.; Κύκλωπι Eur.)
δ. τὰ διακονικα ἔργα Arst. — исполнять обязанности слуги;med. (тж. διακονεῖσθαι ἑαυτῷ Arph., Plat.) — обслуживать себя самого Soph.2) оказывать услуги(τινι Her.)
μηδὲν ἐπὴ δώροις δ. Plat. — не оказывать никаких услуг за взятки;δ. πρὸς ὠνήν τε καὴ πρᾶσιν Plat. — оказывать услуги в купле-продаже;τὰ δεδιακονημένα Dem. — оказанные услуги;οἱ διακονούμενοί τι Luc. — помощники в чем-л.3) прислуживать (за столом), подавать(μέθυ τινί Anacr.; med. οἶνόν τινι Luc.)
4) оказывать материальную помощь, помогать5) помогать в богослужении, быть диаконом -
3 λεγω
I[ одного корня с λέχος, λόχος, ἄλοχος, λέκτρον] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην, imper. λέξο и λέξεο)1) укладывать в постель, отводить ко сну(τινά Hom.)
2) сковывать сном, усыплять(νόον τινός Hom.)
3) med. ложиться спать(εἰς εὐνήν Hom.)
4) med. засыпать(ἡδέϊ ὕπνῳ Hom.; σὺν παρακοίτι Hes.)
5) med. располагаться, размещаться(παρὰ τάφρον Hom.)
6) med. лежать (без дела), бездействовать(μηκέτι νῦν δῆθ΄ αὖθι λεγώμεθα Hom.)
II(fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην; aor. pass. ἐλέχθην)1) собирать(αἱμασιάς, ὀστέα, med. ξύλα Hom.)
2) выбирать, набиратьπέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην Hom. — я присоединился к ним в качестве пятого3) причислять, относить (к числу кого-л.), считать (в числе кого-л.)(τινὰ ἔν τισι Hom., Aesch.)
λ. τινὰ οὐδαμοῦ Soph. — не ставить кого-л. ни во что;κέρδος αὖτ΄ ἐγὼ λέγω Soph. — это я считаю выгодой (счастьем)4) перечислять, пересказывать(κήδεα θυμοῦ, θέσκελα ἔργα Hom.)
τί σε χρέ ταῦτα λέγεσθαι ; Hom. — зачем тебе это перечислять?5) высказывать, произносить(ὀνείδεά τινι Hom.)
6) med. пересчитывать, сосчитывать, считать(ἀριθμόν Hom.)
[ одного корня с λέγω II] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα - атт. обычно супплетивно: fut. ἐρῶ, aor. 2 εἶπον - реже aor. 1 εἶπα, pf. εἴρηκα; pass.: fut. λεχθήσομαι, aor. ἐλέχθην - чаще ἐρρήθην, pf. λέλεγμαι - чаще εἴρημαι)1) говорить, сообщать, рассказывать(ἀμφί τινος Aesch., περί τινος Soph., Thuc., Arst., NT. и ὑπέρ τινος Soph., Xen. etc.; ψευδῆ, τἀληθῆ, μῦθόν τινα Aesch.)
λέγοις ἄν Plat. — расскажи, пожалуйста;λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — сказано все, т.е. я кончил;λέξαι Οἰδίπουν ὀλωλότα Soph. — сообщить, что Эдип скончался;θανεῖν ἐλέχθη Soph. — сказали, что он погиб;τὰ λελεγμένα Arst. — сказанное (выше);τὰ λεχθησόμενα Arst. — то, что будет сказано (ниже);τὸ (ἐν παροιμίᾳ) λεγόμενον Plat., Arst. etc. — как говорится;ὅ λέγων Dem. — говорящий, оратор;ἀλλήλους τὰ ἔσχατα λ. Xen. — наносить друг другу величайшие оскорбления;в — плеонастических оборотах:χαίρειν τινὴ λ. NT. — приветствовать кого-л.;λ. ἐπί τινι ἀγαθὰς εὐχάς Aesch. — желать счастья кому-л.;λ. τά τινος Dem. — выступать в чью-л. пользу2) гласить(τὰ γράμματα ἔλεγε τάδε Her.; ὡς ὅ νόμος λέγει Dem.)
3) говорить дело, т.е. правильноκινδυνεύεις τι λ. или ἴσως ἄν τι λέγοις Plat. — возможно, что ты прав;
οὐδὲν λέγεις Arph. — ты говоришь вздор;σὺ λέγεις NT. — да, ты правду говоришь4) называть, именовать(τινὰ ἀγαθόν NT.; οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι Xen.; τὰ λεγόμενα στοιχεῖα Arst.)
5) разуметь, подразумеватьπῶς λέγεις ; Plat. — что ты хочешь (этим) сказать?;
ποταμός, Ἀχελῷον λέγω Soph. — (некая) река, а именно Ахелой;τὸν ἄνδρα τὸν σόν, τὸν δ΄ ἐμὸν λέγω πατέρα Soph. — твоего супруга, то-есть моего отца6) означать, значить(τί τοῦτο λέγει; Arph.)
7) декламировать, читать(ποιήματα Plat.)
8) читать вслух(τὸ βιβλίον Plat.; τὸ ψήφισμα Dem.)
9) воспевать(Ἀτρείδας Anacr.)
10) восхвалять, превозносить(τέν ἑαυτοῦ ῥώμην Xen.)
11) приказывать, предписывать(τινὴ ποιεῖν τι Aesch., Soph., Xen. etc.)
λ. μέ ποιεῖν τι NT. — запрещать что-л.12) хорошо говорить, владеть ораторским искусством(λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λ. Eupolis ap. Plut.)
13) передавать (через кого-л.), велеть сказать(Κῦρος ἔπεμπε βίκους οἴνου, λέγων ὅτι … Xen.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Λίβινγκ Θίατερ — (Living Theatre = ζωντανό θέατρο). Πρωτοποριακό θεατρικό κίνημα και θίασος των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε το 1951 από τη σκηνοθέτη Τζούντιθ Μαλίνα και τον συγγραφέα Τζούλιαν Μπεκ, με την προγραμματική υποχρέωση να αντιμετωπίσει το θέμα της ζωής και του… … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek